- αδράζω
- βλ. αδράχνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] … Dictionary of Greek
αδράχνω — και αδράζω άδραξα, αδράχτηκα, αδραγμένος, πιάνω κάτι με δύναμη, αρπάζω: Δεν είχε τότε το μυαλό ν αδράξει την ευκαιρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)